μήνιγγας

μήνιγγας
και μήλιγγας, ο
η μήνιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μήνιγγα, κατά τα αρσ. σε -ας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υποσκληρίδιος — α, ο, Ν (ανατ. ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται ή εντοπίζεται στον μεταξύ σκληράς και αραχνοειδούς μήνιγγας τού εγκεφάλου ή τού νωτιαίου μυελού χώρο («υποσκληρίδιο αιμάτωμα») 2. φρ. «υποσκληρίδιος χώρος» ανατ. ο σχισμοειδής χώρος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • μήλιγγας — ο βλ. μήνιγγας …   Dictionary of Greek

  • μηνιγγοεγκεφαλίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τής λεπτής μήνιγγας και τού γειτονικού εγκεφαλικού ιστού, η οποία εμφανίζεται σε ποικιλία νόσων, ιδίως ιώσεων …   Dictionary of Greek

  • μηνιγγοφύλαξ — μηνιγγοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) 1. μεταλλικό προστατευτικό κάλυμμα το οποίο χρησιμοποιούνταν για την προστασία τής μήνιγγας από πιθανή βλάβη κατά τη διάρκεια εγχειρήσεων που γίνονταν στο κρανίο 2. είδος επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, ιγγος + φύλαξ …   Dictionary of Greek

  • παρεγκεφαλίδα — (Ανατ.). Τμήμα του εγκεφάλου, που βρίσκεται στον οπίσθιο κρανιακό βόθρο, κάτω από τον ινιακό λοβό, από τον οποίο χωρίζεται με μια ινώδη διαφραγματική μεμβράνη ημισεληνοειδούς σχήματος, ονομαζόμενη σκηνίδιο. Μορφολογικά διακρίνεται σε μια κεντρική …   Dictionary of Greek

  • παχυμηνιγγίτιδα — η 1. ιατρ. χρόνια φλεγμονή που προκαλεί πάχυνση τής σκληράς μήνιγγας 2. φρ. «χρόνια οστεωτική παχυμηνυγγίτιδα» (κτην.) παχυμηνιγγίτιδα αρκετά κοινή στους ηλικιωμένους σκύλους, που εντοπίζεται συνήθως στην οσφυϊκή μοίρα τού νωτιαίου μυελού.… …   Dictionary of Greek

  • σκηνίδιο — το / σκηνίδιον, ΝΑ [σκηνή] υποκορ. μικρή σκηνή νεοελλ. ανατ. σχηματισμός που το σχήμα του θυμίζει σκηνή («σκηνίδιο τής παρεγκεφαλίδας» προέκταση τής σκληράς μήνιγγας, η οποία χωρίζει τους ηνιακούς λοβούς τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων από την… …   Dictionary of Greek

  • υπαραχνοειδής — ές, Ν 1. (ανατ. ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή που εκδηλώνεται ή που συμβαίνει κάτω από την αραχνοειδή μήνιγγα («υπαραχνοειδής αιμορραγία») 2. φρ. α) «υπαραχνοειδής χώρος» (ανατ. ιατρ.) ο μεταξύ τής αραχνοειδούς και χοριοειδούς μήνιγγας τού… …   Dictionary of Greek

  • φλεβώδης — ες / φλεβώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φλέψ, φλεβός] 1. όμοιος με φλέβα 2. αυτός που έχει πολλές φλέβες («σάρξ νευρώδης ἢ φλεβώδης», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α) «φλεβώδης γωνία» ανατ. η συμβολή τών φλεβών έσω σφαγίτιδας και υποκλείδειας, όπου εκβάλλουν οι… …   Dictionary of Greek

  • χολοστεάτωμα — το, Ν ιατρ. κυστικός καλοήθης ογκοειδής σχηματισμός, που περιέχει κρυστάλλους χοληστερίνης (α. «χολοστεάτωμα μήνιγγας» β. «χολοστεάτωμα τού μέσου αφτιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholesteatome < χολόστεαρ, στέατος + κατάλ. ωμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”